πτερώματος

πτερώματος
πτέρωμα
that which is feathered
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νυχτοκόρακας — (nycticomx nycticorax). Πελαγόμορφο καλοβατικό πτηνό της οικογένειας των Ερωδιιδών που είναι ευρέως διαδεδομένο στη νοτιοκεντρική Ευρασία, στην Αφρική και στην Αμερική. Έχει πάρει την ονομασία ν. για την κραυγή του που μοιάζει με του κόρακα και… …   Dictionary of Greek

  • στρουθιόμορφα — Η πιο πολυάριθμη και πιο σύνθετη τάξη πουλιών, που περιλαμβάνει πάνω από 5000 είδη, συνήθως μικρά ή μέτρια. Το σχήμα του σώματος, το ράμφος, ο χρωματισμός του πτερώματος και το κελάδημα ποικίλλουν πολύ. Οι φτερούγες, πολύ αναπτυγμένες, έχουν 9 11 …   Dictionary of Greek

  • ταωνικός — ή, όν, Α [ταώς, ῶνος] (για ένδυμα) αυτός που έχει την ποικιλία τών αποχρώσεων τού πτερώματος τού παγωνιού …   Dictionary of Greek

  • τετραονίδες — (Tetraonidae). Οικογένεια ορνιθόμορφων πτηνών, από μέτριο έως μεγάλο μέγεθος. Χαρακτηριστικό των πουλιών αυτών είναι το φτέρωμα, που έχουν στους ταρσούς των ποδιών τους και η δερμική πτυχή ανάμεσα στα δάκτυλά τους, που αυξάνει την επιφάνεια… …   Dictionary of Greek

  • μεταλλαγή ή μετάλλαξη — Απότομη κληρονομήσιμη αλλαγή του γενετικού υλικού, η οποία μπορεί να συνοδεύεται από αλλαγές στον φαινότυπο ενός οργανισμού. Η μ. μπορεί να είναι τριών τύπων: γονιδιωματική ή μ. πλοειδίας, χρωμοσωμική και γονιδιακή ή σημειακή. Η πρώτη συνίσταται… …   Dictionary of Greek

  • πτιλονορυγχίδες — Πτηνά που ζουν στην Αυστραλία, στη Νέα Γουινέα και σε μερικά γειτονικά τους αρχιπελάγη και αποτελούν μία οικογένεια της τάξης των στρουθιόμορφων. Οι π. –που περιλαμβάνουν περίπου 17 είδη– παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον προπάντων για τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”